- Μελβούρνη
- (Melbourne). Πόλη (3.417.200 κάτ. το 1999) της νοτιοανατολικής Αυστραλίας, πρωτεύουσα της ομόσπονδης πολιτείας της Βικτόρια (227.420 τ. χλμ., 4.888.200 κάτ. το 2002). Εκτείνεται στις όχθες του ποταμού Γιάρα, σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από τις εκβολές του και σε μια ευρεία πεδινή παραλιακή λωρίδα γύρω από τον μυχό του όρμου του Χόμπσον, ο οποίος αποτελεί το εσωτερικό τμήμα του όρμου του Πορτ Φίλιπ, Β του πορθμού Μπας. Ο όρμος ανακαλύφθηκε από τον Μάρεϊ το 1802, αλλά μόλις το 1835 δύο κτηνοτρόφοι από την Τασμανία αγόρασαν από τους ιθαγενείς το έδαφος πάνω στο οποίο θα σχηματιζόταν ο πρώτος πυρήνας της πόλης. Η Μ. ήταν γνωστή αρχικά με τις ονομασίες Πορτ Φίλιπ Μπίαρμπρας και Ντατιγκάλα, αλλά απέκτησε τη σημερινή της ονομασία το 1837 από τον τότε πρωθυπουργό της βασίλισσας Βικτωρίας, λόρδο Μέλμπουρν, αποτελώντας εφαλτήριο για τον αποικισμό της ενδοχώρας της Αυστραλίας. Πολύ σύντομα, η πόλη εξελίχθηκε σε θαλάσσια διέξοδο για τα αγροτικά και ζωοτεχνικά προϊόντα (μαλλί, κρέατα, δημητριακά) μιας πλούσιας ενδοχώρας στην κοιλάδα του Μάρεϊ και κατέληξε να ξεπεράσει το Σίδνεϊ σε πληθυσμό. Αυτό συνέβη μετά την ανακάλυψη (1851-61) των πλούσιων χρυσωρυχείων του εσωτερικού και τη δημιουργία του λιμανιού (1890), γεγονότα που έδωσαν ώθηση στην ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχή. Ο ποταμός Γιάρα διευρύνθηκε και εκβαθύνθηκε: μερικές αποβάθρες κατασκευάστηκαν στο εσωτερικό του κατοικημένου χώρου με την αποξήρανση μιας εκτεταμένης ελώδους ζώνης, ενώ άλλες λιμενικές εγκαταστάσεις δημιουργήθηκαν απευθείας στην ακτή του όρμου.
Η Μ. είναι πρωτεύουσα της πολιτείας Βικτόρια από το 1851, ενώ την περίοδο 1901-27 ήταν πρωτεύουσα και του κράτους. Είναι η δεύτερη αυστραλιανή μητρόπολη μετά το Σίδνεϊ και αποτελεί σημαντικό οικονομικό κέντρο με πλούσια γεωργική ενδοχώρα και ένα ζωηρό λιμάνι, που εισάγει και εξάγει εκατομμύρια τόνους εμπορευμάτων τον χρόνο. Έχει πολλές βιομηχανίες (μεταλλευτικές, αυτοκινήτων, αεροναυτικών κατασκευών, χημικών και πετροχημικών προϊόντων, χάρτου, τροφίμων κ.ά.), ενώ είναι σιδηροδρομικός και οδικός κόμβος και διαθέτει αεροδρόμιο (Τιούλαμαριν). Η πόλη εκτείνεται στις εκβολές του ποταμού Γιάρα και στην επίπεδη παραλιακή λωρίδα που περιβάλλει τον όρμο του Χόμπσονς. Αρχικά είχε ορθογώνιο σχήμα με παράλληλους δρόμους, για να καταλήξει να αναπτυχθεί προς όλες τις κατευθύνσεις με την προσθήκη μεγάλων αρτηριών μέσα και έξω από την πόλη. Οι συνοικίες των κατοικιών, αποτελούμενες κυρίως από χαμηλά σπίτια με κήπους, εκτείνονται γύρω από τον πυρήνα της πόλης· τα κυριότερα προάστιά της είναι η Σάουθ Μέλμπουρν, το Κάμπεργουελ, το Φούτσκρεϊ και η Σεντ Χίλντα. Η Μ. είναι επίσης σημαντικό πνευματικό κέντρο, με πανεπιστήμιο (1854), ανώτερα επιστημονικά και καλλιτεχνικά ιδρύματα και πλούσιο βοτανικό κήπο· ένα από τα πιο αξιόλογα κτίριά της είναι ο καθεδρικός ναός του Αγίου Παύλου, ενώ η πόλη χαρακτηρίζεται από τη διατήρηση του αρχιτεκτονικού στιλ του 19ου αι. Το 1956 έγιναν εκεί οι Ολυμπιακοί Αγώνες.
Στη Μ. ζει το μεγαλύτερο μέρος της ακμάζουσας ελληνικής κοινότητας της Αυστραλίας. Οι Έλληνες της Μ. οργανώθηκαν σε σύλλογο το 1897, ενώ επίσης διαθέτουν ποδοσφαιρική ομάδα και άλλους συλλόγους ελληνικού χαρακτήρα. Υπολογίζεται πως η περιοχή της Μ. αποτελεί την επικράτεια με τον μεγαλύτερο πληθυσμό ελληνόφωνων που κατοικούν εκτός Ελλάδας, σε σύνολο 710.000 ατόμων (πληθυσμός της ελληνικής κοινότητας στην Αυστραλία τα 1996).
Άποψη των σύγχρονων οικοδομημάτων της Μελβούρνης.
Η Μελβούρνη οφείλει την ονομασία της στον Άγγλο πολιτικό Γουίλιαμ Λαμπ Μέλμπουρν (1779-1848).
Dictionary of Greek. 2013.